Το ατλαζένιο γοβάκι - Άλκης Θρύλος
Άλκης Θρύλος - Κριτικής συνέχεια
Εθνικό Θέατρο 1964 | Έλλη Λαμπέτη - Ρίτα Μυράτ 1964 | Το Ατλαζένιο Γοβάκι Νίκος Τζόγιας αφηγητής |
Το χειρότερο δεν είναι ποτέ σίγουρο Paul Claudel - Το Ατλαζένιο Γοβάκι
"Το ατλαζένιο γοβάκι" (Le soulier de soie) - Paul Claudel (1868-1955 της Γαλλικής Ακαδημίας) 1964 Εθνικό Θέατρο Κεντρική Σκηνή - Σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού Αγίου Κωνσταντίνου 22-23 Αθήνα - Κριτική Άλκη θρύλου - (συνέχεια)
Silk Shoe - A critic
Αν λοιπόν ο Κλοντέλ θα ήθελε να είναι συνεπής, θα έπρεπε να λατρέψει τον Χίτλερ σαν τον κατ' εξοχήν Άγιο, σαν το αντιπροσωπευτικό όργανο της θεότητας. Πως δεν σκέφτηκε ο Χόχουτ, ο συγγραφεύς του "Αντιπροσώπου", του έργου που παίζεται τώρα στο θέατρο "Ακαδήμεια" αντί να βάλει στο στόμα του Πάπα την απίθανη δικαιολογία για την αποφυγή της παρέμβασης του στους διωγμούς των Εβραίων ότι έπρεπε να περιφρουρήσει τα υλικά συμφέροντα, τις μετοχές του Βατικανού, να μας δείξει έναν Πάπα που θα διαλαλούσε σθεναρά ότι χρέος του είναι να υποστηρίζει τον χιτλερισμό αφού οι εκατόμβες των μαρτύρων που συσσώρευε και συντελούν στην ψυχική σωτηρία των ανθρώπων, και είναι προσφιλείς στον Κύριο τον οποίο υπηρετεί;
Εντούτοις δεν έφυγα από την παράσταση του "Ατλαζένιου Γοβακιού" ούτε θαμπωμένη, ούτε αγανακτισμένη. Ό,τι απεκόμισα είναι μόνον χαύνωση. Είχε παρεμβληθεί η πλήξη η οποία είχε αμβλύνει σε σημείο εξόντωσης κάθε ικανότητα μου να δεχτώ το έργο σαν ενεργητικός παραλήπτης. Γιατί ο Κλοντέλ στο "Ατλαζένιο Γοβάκι" τα όσα λέει δεν τα λέει με τρόπο που έστω κι αν τελικά δεν θα κατορθώσει να μας πείσει, μπορεί τουλάχιστον να μας τα μεταδώσει. Στον "Ευαγγελισμό" είχα αισθανθεί την ποίηση που αναμφισβήτητα αναβλύζει από την προσωπικότητα του γιατί το έργο αυτό το είχε περιβάλλει με την ευαγγελική ατμόσφαιρα που του αρμόζει. Στο "Ατλαζένιο Γοβάκι" περιέπεσε στο αμάρτημα της ύβρης.
Θέλησε να συνθέσει ένα έργο οικουμενικό όπως το δήλωσε, και για να επιτύχει τον σκοπό του ο οποίος ξεπερνούσε τις δυνατότητες του (ο Κλοντέλ ήταν γνήσιος και μεγάλος ποιητής αλλά δεν ήταν ούτε Σαίξπηρ, ούτε Αισχύλος) επιστράτευσε άπειρα ετερόκλητα κι εξωτερικά στοιχεία, με αποτέλεσμα να προσδώσει στο έργο του τον χαρακτήρα του μπαρόκ. Το ύφος μπαρόκ καθόλου δεν προσαρμόζεται στο θρησκευτικό τόνο. Η δυσαρμονία αυτή έχει για συνέπεια να προκαλέσει στον θεατή σύγχυση.
Τη σύγχυση αναγκαστικά την ακολουθεί η πλήξη. Στιγμές, αραιά και που φθάνει ως εμάς μια ριπή ποίησης, σχεδόν ανεπαίσθητη, γιατί την έχει εξασθενίσει το χάος μέσα από το οποίο αναπηδά. Μέσα στο χάος διαλύεται κι ο μίτος του στοιχειώδους μύθου εξαφανίζεται και οι ιδέες που θέλει να αναπτύξει και να υποστηρίξει ο Κλοντέλ. Τις υποπτευόμαστε μόνον αμυδρά, τόσο αόριστα, ώστε μας λείπει και η διάθεση ν' αντιδράσουμε σ' αυτές. Ένα έργο που ερεθίζει την συζητητική μας διάθεση, είναι ένα έργο ζωντανό ακόμα κι αν η άρνηση μάλιστα όταν είναι σφοδρή, φανερώνει τη ζωντάνια του. Τίποτε δεν καταδικάζει πιο αποφασιστικά ένα έργο, από το να μη το δεχτούμε παθητικά, με πλήξη, με αδιαφορία.
Η πλήξη είναι ο χείριστος αρωγός του μηνύματος. Ο κ. Γ. Χατζίνης σε μια πρόσφατη, εξαίρετη, διάλεξη του υποστήριξε ότι ο αναγνώστης ενός βιβλίου πρέπει να είναι ενεργητικός, πρέπει να βρίσκεται σε εγρήγορση, πρέπει να μη ζητά απ' το συγγραφέα μια εύκολα αφομοιώσιμη πνευματική τροφή, πρέπει να θέλει να γίνει συνεργάτης του συγγραφέα. Συμφώνησα, όπως άλλωστε συχνά συμβαίνει με την άποψη του κ. Χατζίνη. Ο αναγνώστης πρέπει να γίνει άξιος της δωρεάς που του προσφέρει ο συγγραφέας. Ακριβώς όμως γιατί ο λόγος του κ. Χατζίνη δεν είχε πέσει κατακόρυφα, αλλά είχε απλώσει κύκλους, συμπλήρωσα τη σκέψη του: "Δεν πρέπει, διερωτήθηκα κι ο συγγραφέας να δώσει την ώθηση, να παρακινήσει τον αναγνώστη σε ενέργεια; Εάν δεν ανάψει τον σπινθήρα, αν δεν κεντρίσει τον αναγνώστη, (κάθε φορά που θα δοκιμάσουμε να αναλύσουμε το αινιγματικό φαινόμενο της έμπνευσης θα διακρίνουμε μέσ' απ' την πολλή άχνη, ότι στην απαρχή του βρίσκεται πάντα ένα κέντρισμα), πως θα περάσει ο αναγνώστης από την νεκρή παθητικότητα στην κατάσταση της έμπνευσης που είναι η βασική προϋπόθεση για να γίνει συνεργάτης, συν-δημιουργός;"
Κάποτε διαβάζοντας τα βιβλία που εκδίδονται, παρ' όλο το ενδιαφέρον μου για κάθε νέα λογοτεχνική εκδήλωση που κι αν ακόμα δεν είχα εξοικειωθεί με την τέχνη της ανάγνωσης θα ήταν αρκετό για να με κρατά σ' εγρήγορση, συλλαμβάνω τον εαυτό μου να βρίσκεται σε αδράνεια. Φταίω εγώ, φταίει ο συγγραφέας; Τις πιο πολλές φορές διαπιστώνω ότι φταίει όχι μια δική μου στιγμιαία κάμψη, αλλά ο συγγραφέας. Πολλή ομοιομορφία, και συμβατικότητα χαρακτηρίζουν τη μοντέρνα παραγωγή, προπάντων στον τομέα του έμμετρου λόγου.
Ω! βέβαια, καμιά άλλη τέχνη - το είπα κι άλλοτε, δεν υπήρξε όσο η μοντέρνα στις προθέσεις της ανακαινιστική, διεισδυτική, αποκαλυπτική. Όμως κάθε νόμισμα έχει και την αντίθετη του όψη. Καμιά άλλη τέχνη δεν προδόθηκε όσο η μοντέρνα πιθανό γιατί από τη σύσταση της δυσχεραίνει τον έλεγχο, δίνει τη δυνατότητα σε πάρα πολλούς συγγραφίσκους να μιμούνται και πρότυπα, μα κι ο ένας τον άλλο, ή να καταφεύγουν σ' έναν πυκνό, εντελώς αδιαπέραστο ερμητισμό. Όταν προσεταιριζόμαστε πάρα πολύ εύκολα κι άκοπα ένα βιβλίο γιατί δεν συναντούμε σ' αυτό παρά γνώριμα θέματα και γνωστούς εκφραστικούς τρόπους, μα κι όταν ένα βιβλίο παρ' όλες τις προσπάθειες μας μας παραμείνει τελικά κατηγορηματικά απόρθητο, μας καταλαμβάνει και στις δύο περιπτώσεις η ίδια ανία. Σε πολλές αιτίες αποδίδεται η κρίση που διέρχεται το βιβλίο. Όλες είναι θετικές, πραγματικές. Σ' αυτές όμως νομίζω ότι πρέπει να προστεθεί η πλήξη που προξενούν πολλά από τα νέα βιβλία, διαμόρφωσε μια δυσπιστία γενικά για το βιβλίο, μια δυσπιστία άδικη, αλλά που πολύ ζημιώνει τα καλά αξιανάγνωστα βιβλία.
ΑΛΚΗΣ ΘΡΥΛΟΣ (1964) ψευδώνυμο Ελένης Ουράνη, κριτικός Θεάτρου, Λογοτεχνίας